Greek Meaning of independencies

ανεξαρτησίες

Other Greek words related to ανεξαρτησίες

Definitions and Meaning of independencies in English

independencies

the Independent polity or movement, independence sense 1, an independent political unit

FAQs About the word independencies

ανεξαρτησίες

the Independent polity or movement, independence sense 1, an independent political unit

ελευθερίες,ανεξαρτησίες,ελευθερίες,κυριαρχίες,χειραφετήσεις,κυριαρχίες,δικαίωμα ψήφου,απελευθερώσεις,απελευθερώσεις,Εκδόσεις

εξαρτήσεις,εξαρτήσεις,υποβολές,αιχμαλωσίες,αλυσίδες,υποδουλώσεις,Φυλακίσεις,φυλακίσεις,υποταγές

independences => ανεξαρτησίες, indentures => συμβόλαια μαθητείας, indentured servants => συμβασιούχοι υπηρέτες, indentured servant => Εντολοδόχος υπηρέτης, indents => εσοχές,