Greek Meaning of indexings
ευρετηρίαση
Other Greek words related to ευρετηρίαση
- οι προετοιμασίες
- Αξιολογήσεις
- Συναθροίσεις
- κατηγοριοποιήσεις
- κωδικοποιήσεις
- διαγνώσεις
- εξετάσεις
- επιθεωρήσεις
- έρευνες
- Αναλύσεις
- Δοκίμια
- βλάβες
- κατηγοριοποιήσεις
- απαριθμήσεις
- αποθέματα
- Ειδικές κατηγορίες
- έλεγχοι
- Πίνακες
- Ανατομίες
- αποδόμηση
- ανατομίες
- τμήματα
- συσσωρεύσεις
- εκπτώσεις
- τμηματοποιήσεις
- διαχωρισμοί
- υποδιαιρέσεις
Nearest Words of indexings
- indeterminations => απεριόριστοι
- indeterminately => αόριστα
- in-depth => διεξοδικός
- independencies => ανεξαρτησίες
- independences => ανεξαρτησίες
- indentures => συμβόλαια μαθητείας
- indentured servants => συμβασιούχοι υπηρέτες
- indentured servant => Εντολοδόχος υπηρέτης
- indents => εσοχές
- indentations => εσοχές
Definitions and Meaning of indexings in English
indexings
indexation
FAQs About the word indexings
ευρετηρίαση
indexation
οι προετοιμασίες,Αξιολογήσεις,Συναθροίσεις,κατηγοριοποιήσεις,κωδικοποιήσεις,διαγνώσεις,εξετάσεις,επιθεωρήσεις,έρευνες,Αναλύσεις
συγκεντρώσεις,συναθροίσεις,αμαльгаμ,Αφομοιώσεις,συμψηφισμοί,Ενσωματώσεις,συνθέσεις,Ενοποιήσεις,συγχωνεύσεις,συσσωματώματα
indeterminations => απεριόριστοι, indeterminately => αόριστα, in-depth => διεξοδικός, independencies => ανεξαρτησίες, independences => ανεξαρτησίες,