Greek Meaning of inventories

αποθέματα

Other Greek words related to αποθέματα

Definitions and Meaning of inventories in English

Webster

inventories (pl.)

of Inventory

FAQs About the word inventories

αποθέματα

of Inventory

ρεπερτόρια,εφόδια,προϋπολογισμοί,κεφάλαια,πισίνες,δεξαμενές,πόροι,μετοχές,κρυφή μνήμη,δυνάμεις

ενισχύσεις,διευρύνσεις,επεκτάσεις,συμπληρώματα,προσθήκη,συμπληρώματα

inventoried => καταχωρημένα, inventorial => απογραφικός, inventor => εφευρέτης, inventiveness => δημιουργικότητα, inventively => Εφευρετικά,