Greek Meaning of inventorying
[[απογραφή]]
Other Greek words related to [[απογραφή]]
Nearest Words of inventorying
- inventory-clearance sale => εκκαθάριση αποθεμάτων
- inventory item => στοιχείο αποθέματος
- inventory control => Έλεγχος αποθέματος
- inventory accounting => Λογιστική αποθεμάτων
- inventory => Απογραφή
- inventories => αποθέματα
- inventoried => καταχωρημένα
- inventorial => απογραφικός
- inventor => εφευρέτης
- inventiveness => δημιουργικότητα
- inventress => ΕφευρετριA
- inveracity => αναλήθεια
- inverisimilitude => απίθανο
- inverness => Ίνβερνες
- inverness cape => Αδιάβροχο Inverness
- inverse => αντίστροφο
- inverse cosecant => αρξυνηθαν
- inverse cosine => Τόξο συνημιτόνου
- inverse cotangent => Αντίστροφη εφαπτομένη
- inverse function => Αντίστροφη συνάρτηση
Definitions and Meaning of inventorying in English
inventorying (n)
making an itemized list of merchandise or supplies on hand
inventorying (p. pr. & vb. n.)
of Inventory
FAQs About the word inventorying
[[απογραφή]]
making an itemized list of merchandise or supplies on handof Inventory
καταχώρηση,μέτρηση,αρίθμηση,εξειδίκευση,σήμανση,έλεγχος,αρίθμηση,αρίθμηση,Επιβεβαίωση (ακύρωση)
No antonyms found.
inventory-clearance sale => εκκαθάριση αποθεμάτων, inventory item => στοιχείο αποθέματος, inventory control => Έλεγχος αποθέματος, inventory accounting => Λογιστική αποθεμάτων, inventory => Απογραφή,