FAQs About the word itemizing

εξειδίκευση

to set down one by one, to set down in detail or by particulars, to list in detail or by particulars

καταχώρηση,μέτρηση,αρίθμηση,[[απογραφή]],έλεγχος,σήμανση,αρίθμηση,αρίθμηση,Επιβεβαίωση (ακύρωση)

γενικεύοντας

itemized => αναλυτικός, itemizations => Ειδικές κατηγορίες, itching (for) => κνησμός (για), itches (for) => φαγούρα (για), itches => Κνησμός,