Greek Meaning of jackbooted

Φουσκωμένος

Other Greek words related to Φουσκωμένος

Definitions and Meaning of jackbooted in English

jackbooted

wearing jackboots, ruthlessly and violently oppressive

FAQs About the word jackbooted

Φουσκωμένος

wearing jackboots, ruthlessly and violently oppressive

αυταρχικός,αυταρχικός,τσαρικός,δεσποτικός,δικτατορικός,καταπιεστικός,ολοκληρωτικός,τσαρικός,τυραννικός,τυραννικός

συνταγματικός,περιορισμένος,περιορισμένος,περιγεγραμμένο,δημοκρατικός,νόμιμος,Ρεπουμπλικανικός,συγκρατημένος

jackasses => Γαϊδουρια, jackanapeses => Θορυβώδεις άνθρωποι, jack (up) => Γρύλλος (για ανύψωση), jabbed => τρύπησε, ivory-towerish => Ελεφαντοστέινος,