Greek Meaning of czarist

τσαρικός

Other Greek words related to τσαρικός

Definitions and Meaning of czarist in English

Wordnet

czarist (a)

of or relating to or characteristic of a czar

FAQs About the word czarist

τσαρικός

of or relating to or characteristic of a czar

απόλυτος,αυταρχικός,αυταρχικός,δεσποτικός,δικτατορικός,Αφέντης,τυραννικός,τυραννικός,τυραννικός,αντιδημοκρατικός

συνταγματικός,περιορισμένος,δημοκρατικός,νόμιμος,Ρεπουμπλικανικός,περιορισμένος,περιγεγραμμένο,συγκρατημένος

czarina => Τσαρίνα, czar peter i => τσάρος Πέτρος ο Μέγας, czar nicholas i => τσάρος Νικόλαος Α΄, czar alexander iii => Τσάρος Αλέξανδρος Γ', czar alexander ii => Τσάρος Αλέξανδρος Β',