Greek Meaning of sovereign
κυρίαρχος
Other Greek words related to κυρίαρχος
- μεγάλος
- αρχηγός
- κυρίαρχος
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- διευθυντής
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- κεντρικός
- εξέχον
- πρώτο
- Μεγάλος
- κλειδί
- κορυφαία
- κύριος
- αριθμός ένα
- αλαζόνας
- επικράτηση
- Ανώτατος
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- προηγούμενος
- Ανώτατος
- υψηλότερος
- συντριπτικός
- Τόξο
- γιορτάζεται
- εξαίρετος
- διάσημος
- διάσημος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- μεγάλος
- απαράμιλλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- Εξαιρετικός
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
Nearest Words of sovereign
- sovereign immunity => Κυριαρχική ασυλία
- sovereignty => Κυριαρχία
- soviet => σοβιετικός
- soviet kgb => σοβιετικός KGB
- soviet russia => Σοβιετική Ρωσία
- soviet socialist republic => σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία
- soviet union => Σοβιετική Ένωση
- sovietise => σοβιετιзировать
- sovietism => σοβιετισμός
- sovietize => Σοβιετοποιώ
Definitions and Meaning of sovereign in English
sovereign (n)
a nation's ruler or head of state usually by hereditary right
sovereign (s)
(of political bodies) not controlled by outside forces
greatest in status or authority or power
FAQs About the word sovereign
κυρίαρχος
a nation's ruler or head of state usually by hereditary right, (of political bodies) not controlled by outside forces, greatest in status or authority or power
μεγάλος,αρχηγός,κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,διευθυντής,Κεφάλαιο
τελευταίο,λιγότερο,εγγύηση,ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος
sou'wester => νοτιοδυτικός άνεμος, sou'-west => νοτιοδυτικά, sou'west => νοτιοδυτικός, souvlakia => σουβλάκια, souvlaki => σουβλάκι,