Greek Meaning of high-level
υψηλού επιπέδου
Other Greek words related to υψηλού επιπέδου
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- κορυφαίο
- υψηλότερος
- καρδινάλιος
- κεντρικός
- αρχηγός
- εξαίρετος
- κυρίαρχος
- εξέχον
- πρώτο
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- διαπρεπής
- σημαντικός
- επιδραστικός
- κλειδί
- κορυφαία
- κύριος
- μεγάλος
- κύριος
- αξιοσημείωτος
- Εξαιρετικός
- επικράτηση
- κυρίαρχος
- Πρωθυπουργός
- περίβλεπτος
- πρωτεύον
- διευθυντής
- προηγούμενος
- Ανώτατος
- Τόξο
- μεγάλος
- Κεφάλαιο
- γιορτάζεται
- διάσημος
- διάσημος
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιόλογος
- αριθμός ένα
- αλαζόνας
- Ανώτατος
- εξέχων
- πρωτόγονος
- Διάσημος
- Σήμα
- σημαντικός
- κυρίαρχος
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
- κυρίαρχος
Nearest Words of high-level
- highlands of scotland => Υψίπεδα της Σκωτίας
- highlands => υψίπεδα
- highlandry => καμία μετάφραση
- highlander => ορειβάτης
- highland scot => Σκωτσέζος της Επαρχίας
- highland fling => Xάιλαντ φλινγκ
- highland => οροπέδιο
- high-keyed => υψηλής τονικότητας
- highjacking => αεροπειρατεία
- highjacker => αεροπειρατής
- high-level formatting => Μορφοποίηση υψηλού επιπέδου
- high-level language => Γλώσσα υψηλού επιπέδου
- high-level radioactive waste => Ραδιενεργά απόβλητα υψηλής δραστηριότητας
- highlife => highlife
- highlight => Επισημαίνω
- highlighter => μαρκαδόρος
- highlighting => επισημαίνοντας
- high-low => Υψηλός-χαμηλός
- high-low-jack => High-Low-Jack
- highly => πολύ
Definitions and Meaning of high-level in English
high-level (s)
at an elevated level in rank or importance
occurring at or from a relative high altitude
FAQs About the word high-level
υψηλού επιπέδου
at an elevated level in rank or importance, occurring at or from a relative high altitude
ηλικιωμένος, -η, -ο,κορυφαίο,υψηλότερος,καρδινάλιος,κεντρικός,αρχηγός,εξαίρετος,κυρίαρχος,εξέχον,πρώτο
ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο,εγγύηση,Ασημαντος
highlands of scotland => Υψίπεδα της Σκωτίας, highlands => υψίπεδα, highlandry => καμία μετάφραση, highlander => ορειβάτης, highland scot => Σκωτσέζος της Επαρχίας,