Greek Meaning of high-level

υψηλού επιπέδου

Other Greek words related to υψηλού επιπέδου

Definitions and Meaning of high-level in English

Wordnet

high-level (s)

at an elevated level in rank or importance

occurring at or from a relative high altitude

FAQs About the word high-level

υψηλού επιπέδου

at an elevated level in rank or importance, occurring at or from a relative high altitude

ηλικιωμένος, -η, -ο,κορυφαίο,υψηλότερος,καρδινάλιος,κεντρικός,αρχηγός,εξαίρετος,κυρίαρχος,εξέχον,πρώτο

ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο,εγγύηση,Ασημαντος

highlands of scotland => Υψίπεδα της Σκωτίας, highlands => υψίπεδα, highlandry => καμία μετάφραση, highlander => ορειβάτης, highland scot => Σκωτσέζος της Επαρχίας,