Greek Meaning of unequaled

απαράμιλλος

Other Greek words related to απαράμιλλος

Definitions and Meaning of unequaled in English

Wordnet

unequaled (s)

radically distinctive and without equal

Webster

unequaled (a.)

Not equaled; unmatched; unparalleled; unrivaled; exceeding; surpassing; -- in a good or bad sense; as, unequaled excellence; unequaled ingratitude or baseness.

FAQs About the word unequaled

απαράμιλλος

radically distinctive and without equalNot equaled; unmatched; unparalleled; unrivaled; exceeding; surpassing; -- in a good or bad sense; as, unequaled excellen

καταπληκτικός,όμορφος,θείος,άριστος,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,μεγάλος, καταπληκτικός,ουράνιος,τεράστιος,ασύγκριτος

κοινός,συνηθισμένος,κάθε μέρα,γνώριμος,συχνός,κήπος,κατώτερος,λιγότερο,Χαμηλός,Χαμηλότερος

unequalable => απαράμιλλος, unequal to => κατώτερος, unequal => άνισος, unenviable => μη αξιοζήλευτος, unentitled => μη δικαιούμενος,