Greek Meaning of prizewinning

βραβευμένος

Other Greek words related to βραβευμένος

Definitions and Meaning of prizewinning in English

Wordnet

prizewinning (s)

holding first place in a contest

FAQs About the word prizewinning

βραβευμένος

holding first place in a contest

καταπληκτικός,όμορφος,άριστος,καταπληκτικός,διάσημος,φανταστικός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,όμορφος,θαυμαστός

Φρικτός,φρικτός,κακός,αποτρόπαιος,κατώτερος,χάλια,φτωχός,σάπιο,Κατώτερος του επιπέδου,φοβερός

prizefighter => πυγμάχος, prizefight => αγώνα πυγμαχίας με έπαθλο, prize winner => Βραβευμένος, prize ring => Ρινγκ, prize money => χρηματικό έπαθλο,