Greek Meaning of a-ok

εντάξει

Other Greek words related to εντάξει

Definitions and Meaning of a-ok in English

Wordnet

a-ok (s)

in perfect condition or order

FAQs About the word a-ok

εντάξει

in perfect condition or order

καταπληκτικός,όμορφος,άριστος,καταπληκτικός,φανταστικός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,ζεστό,όμορφος,θαυμαστός

Φρικτός,φρικτός,κακός,χάλια,φτωχός,σάπιο,φοβερός,ανικανοποίητος,φαύλος,αποτρόπαιος

ao dai => Άο ντάι, anzio => Άντσιο, anzac => ANZAC, anywise => πάντως, anywhither => οπουδήποτε,