Greek Meaning of primo

ξάδελφος

Other Greek words related to ξάδελφος

Definitions and Meaning of primo in English

Wordnet

primo (n)

the principal part of a duet (especially a piano duet)

Wordnet

primo (s)

the best of its kind

FAQs About the word primo

ξάδελφος

the principal part of a duet (especially a piano duet), the best of its kind

καταπληκτικός,όμορφος,άριστος,καταπληκτικός,φανταστικός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,ζεστό,όμορφος,θαυμαστός

Φρικτός,φρικτός,κακός,κατώτερος,χάλια,φτωχός,σάπιο,Κατώτερος του επιπέδου,φοβερός,φαύλος

primness => Φιλαρέσκεια, primly => Με τυπικότητα, primitivism => πρωτογονισμός, primitiveness => πρωτόγονη, primitively => πρωτόγονα,