Greek Meaning of primping

Στρώσιμο

Other Greek words related to Στρώσιμο

Definitions and Meaning of primping in English

Wordnet

primping (n)

careful or finicky grooming

FAQs About the word primping

Στρώσιμο

careful or finicky grooming

σάλτσα,καθάρισμα φτερών,αξεσουάρ,ρούχα,στολίζω τον εαυτό μου,,ένδυση,διάταξη,ένδυση,στολισμός

No antonyms found.

primp => αλαφιάζομαι, primordium => πρωτόγονο, primordial dwarf => Πρωτόγονος νάνος, primordial => πρωταρχικός, primogeniture => πρωτοτοκία,