Greek Meaning of primp
αλαφιάζομαι
Other Greek words related to αλαφιάζομαι
Nearest Words of primp
- primping => Στρώσιμο
- primrose => αγγελική
- primrose family => Βερικοειδή
- primrose jasmine => Πρωτέας
- primrose league => Primrose Σύνδεσμος
- primrose path => μονοπάτι των ανθέων primula
- primula => Πρωτέας
- primula auricula => Πρωτόπαγος
- primula elatior => Βλαστοκωδωνία η υψηλή
- primula polyantha => Πολύανθος πρίμουλα
Definitions and Meaning of primp in English
primp (v)
dress or groom with elaborate care
FAQs About the word primp
αλαφιάζομαι
dress or groom with elaborate care
φόρεμα,βουρτσίζω,στολίζομαι,Εξοπλίζω με αξεσουάρ,ντύνομαι,στολίζομαι,πιο έξυπνος/έξυπνη (γίνω),ρούχα,Πίνακας,ενδυμασία
No antonyms found.
primordium => πρωτόγονο, primordial dwarf => Πρωτόγονος νάνος, primordial => πρωταρχικός, primogeniture => πρωτοτοκία, primogenitor => προπάτορας,