Greek Meaning of primitiveness
πρωτόγονη
Other Greek words related to πρωτόγονη
- προηγμένος
- σύνθετος
- περίπλοκος
- ανεπτυγμένη
- εξελιγμένος
- υψηλός
- ψηλότερος
- σύνθετο
- αργά
- εκλεπτυσμένος
- πολιτισμένος
- Σύγχρονο
- Καλλιεργούμενος
- τρέχων
- διαφωτισμένος
- ενήλικας
- εμπλεκόμενος
- Ώριμος
- ώριμος
- μοντέρνος
- νέος
- τελειοποιημένος
- εκλεπτυσμένος
- ώριμος
- ώριμο
- πλήρης
- τελευταίος
- Mod
- μοντερνιστικός
- νέας μόδας
- καινούργιος
- μυθιστόρημα
- τώρα
- σύγχρονος
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονος
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
Nearest Words of primitiveness
Definitions and Meaning of primitiveness in English
primitiveness (n)
a wild or unrefined state
FAQs About the word primitiveness
πρωτόγονη
a wild or unrefined state
βάρβαρος,Νεάντερταλ,άγριος,Εθνικός,ευγενής άγριος
προηγμένος,σύνθετος,περίπλοκος,ανεπτυγμένη,εξελιγμένος,υψηλός,ψηλότερος,σύνθετο,αργά,εκλεπτυσμένος
primitively => πρωτόγονα, primitive person => πρωτόγονος άνθρωπος, primitive art => Πρωτόγονη τέχνη, primitive => πρωτόγονος, primiparous => πρωτότοκος,