Greek Meaning of primitiveness

πρωτόγονη

Other Greek words related to πρωτόγονη

Definitions and Meaning of primitiveness in English

Wordnet

primitiveness (n)

a wild or unrefined state

FAQs About the word primitiveness

πρωτόγονη

a wild or unrefined state

βάρβαρος,Νεάντερταλ,άγριος,Εθνικός,ευγενής άγριος

προηγμένος,σύνθετος,περίπλοκος,ανεπτυγμένη,εξελιγμένος,υψηλός,ψηλότερος,σύνθετο,αργά,εκλεπτυσμένος

primitively => πρωτόγονα, primitive person => πρωτόγονος άνθρωπος, primitive art => Πρωτόγονη τέχνη, primitive => πρωτόγονος, primiparous => πρωτότοκος,