Greek Meaning of primly
Με τυπικότητα
Other Greek words related to Με τυπικότητα
Nearest Words of primly
Definitions and Meaning of primly in English
primly (r)
in a prissy manner
FAQs About the word primly
Με τυπικότητα
in a prissy manner
αξιοπρεπώς,ευπρεπώς,καθωσπρέπει,σωστά,Πολύ σεμνά,αγνά,αθώα,μετριοπαθώς,ηθικά,δίκαια
κακά,Ανήθικα,αμαρτωλά,αγενώς,πονηρά,απρεπώς,λαγνικά,αισχρά,ανήθικα,ακάθαρτα
primitivism => πρωτογονισμός, primitiveness => πρωτόγονη, primitively => πρωτόγονα, primitive person => πρωτόγονος άνθρωπος, primitive art => Πρωτόγονη τέχνη,