FAQs About the word righteously

δίκαια

in a righteous mannerIn a righteous manner; as, to judge righteously.

αγνά,αθώα,ηθικά,σωστά,αποκλειστικά,ευσυνείδητα,αξιοπρεπώς,μετριοπαθώς,ευπρεπώς,Με τυπικότητα

κακά,Ανήθικα,αμαρτωλά,πονηρά,απρεπώς,ανήθικα,αγενώς,ακάθαρτα,λαγνικά,αισχρά

righteoused => Δίκαιος, righteous => δίκαιος, righten => διορθώνω, righted => σωστός, right-down => τελείως,