Greek Meaning of rightfully

δικαίως

Other Greek words related to δικαίως

Definitions and Meaning of rightfully in English

Wordnet

rightfully (r)

by right

Webster

rightfully (adv.)

According to right or justice.

FAQs About the word rightfully

δικαίως

by rightAccording to right or justice.

δικαιωμένο,δικαιολογημένη,κατάλληλος,Ικανός,αρμόζων,οφειλόμενος,δίκαιο,μόνο,νόμιμος,νόμιμο

ακατάλληλος,άσχετος,αναξιοπρεπής,αδικαιολόγητος,άδικος,άδικος,Αδικαιολόγητο,παράλογος,αδικαιολόγητος,Αρκετός

rightful => νόμιμος, rightfield => Δεξιό πεδίο, righteyed flounder => Δεξιοφθάλμια πηταλίδα, right-eyed => (δεξιόφθαλμος), righteye flounder => Στραβομάτης,