Greek Meaning of rightfully
δικαίως
Other Greek words related to δικαίως
- ακατάλληλος
- άσχετος
- αναξιοπρεπής
- αδικαιολόγητος
- άδικος
- άδικος
- Αδικαιολόγητο
- παράλογος
- αδικαιολόγητος
- Αρκετός
- προκατειλημμένος
- μη εφαρμόσιμα
- ακατάλληλος
- ασυνεπής
- εσφαλμένος
- αμυντικός
- Άδικο
- άσχετος
- μερικός
- άνισος
- αδικαιολόγητο
- παράνομος
- αδικαιολόγητος
- ακατάλληλος
- δεσποτικός
- νόθος
- αναντίστοιχος
- ακατάλληλος
Nearest Words of rightfully
Definitions and Meaning of rightfully in English
rightfully (r)
by right
rightfully (adv.)
According to right or justice.
FAQs About the word rightfully
δικαίως
by rightAccording to right or justice.
δικαιωμένο,δικαιολογημένη,κατάλληλος,Ικανός,αρμόζων,οφειλόμενος,δίκαιο,μόνο,νόμιμος,νόμιμο
ακατάλληλος,άσχετος,αναξιοπρεπής,αδικαιολόγητος,άδικος,άδικος,Αδικαιολόγητο,παράλογος,αδικαιολόγητος,Αρκετός
rightful => νόμιμος, rightfield => Δεξιό πεδίο, righteyed flounder => Δεξιοφθάλμια πηταλίδα, right-eyed => (δεξιόφθαλμος), righteye flounder => Στραβομάτης,