Greek Meaning of modestly

μετριοπαθώς

Other Greek words related to μετριοπαθώς

Definitions and Meaning of modestly in English

Wordnet

modestly (r)

with modesty; in a modest manner

Webster

modestly (adv.)

In a modest manner.

FAQs About the word modestly

μετριοπαθώς

with modesty; in a modest mannerIn a modest manner.

με σεβασμό,ταπεινά,ταπεινά,ευγενικά,δειλά,ταπεινά,φοβισμένα,ταπεινός,κακά,υποτακτικά

αλαζονικά,τολμηρά,τολμηρά,θρασύτατα,αδιάντροπα,περιφρονητικά,με υπεροψία,πειραγμένα,αυστηρά,υπεροπτικά

modest petrovich mussorgsky => Μοντέστ Πέτροβιτς Μουσόργκσκι, modest petrovich moussorgsky => Μοντέστ Πετρόβιτς Μουσόργκσκι, modest mussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι, modest moussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι, modest => σεμνός,