Greek Meaning of impudently
αναίδεια
Other Greek words related to αναίδεια
- με περιφρόνηση
- αναίδεια
- αγενής
- απερίσκεπτα
- αγενώς
- αγενώς
- αγενώς
- αλαζονικά
- σκυλίσια
- τολμηρά
- αδιάντροπα
- περιφρονητικά
- αγενώς
- ασεβώς
- ατρόμητα
- απερίσκεπτα
- θρασυδειλά
- περιφρονητικά
- τολμηρά
- θρασύτατα
- με υπεροψία
- πειραγμένα
- αυστηρά
- υπεροπτικά
- επιβλητικά
- αυθαίρετα
- επιτηδευμένα
- υπερήφανα
- περήφανα
- περιφρονητικά
- με θράσος
Nearest Words of impudently
Definitions and Meaning of impudently in English
impudently (r)
in an impudent or impertinent manner
impudently (adv.)
In an impudent manner; with unbecoming assurance; shamelessly.
FAQs About the word impudently
αναίδεια
in an impudent or impertinent mannerIn an impudent manner; with unbecoming assurance; shamelessly.
με περιφρόνηση,αναίδεια,αγενής,απερίσκεπτα,αγενώς,αγενώς,αγενώς,αλαζονικά,σκυλίσια,τολμηρά
ταπεινά,με σεβασμό,ταπεινά,ταπεινός,κακά,ταπεινά,μετριοπαθώς,δειλά,υποτακτικά,φοβισμένα
impudent => Θρασύς, impudency => Αναίδεια, impudence => Θράσος, impuberty => Προεφηβεία, impuberal => Προεφηβικός,