Greek Meaning of servilely
δουλικά
Other Greek words related to δουλικά
- αλαζονικά
- τολμηρά
- τολμηρά
- θρασύτατα
- αδιάντροπα
- περιφρονητικά
- ατρόμητα
- με υπεροψία
- πειραγμένα
- αυστηρά
- υπεροπτικά
- επιβλητικά
- αυθαίρετα
- επιτηδευμένα
- περήφανα
- περιφρονητικά
- περιφρονητικά
- υπερήφανα
- αγενώς
- με περιφρόνηση
- ασεβώς
- αναίδεια
- αναίδεια
- απερίσκεπτα
- απερίσκεπτα
- αγενώς
- θρασυδειλά
- με υπεροψία
- με θράσος
- αγενής
- αγενώς
- αγενώς
- με ύφος ανωτερότητας
Nearest Words of servilely
Definitions and Meaning of servilely in English
servilely (r)
in an obsequious manner
servilely (adv.)
In a servile manner; slavishly.
FAQs About the word servilely
δουλικά
in an obsequious mannerIn a servile manner; slavishly.
ταπεινά,με σεβασμό,ταπεινά,ταπεινά,υποτακτικά,δειλά,υποτακτικά,υποτακτικά,δειλά,διστακτικά
αλαζονικά,τολμηρά,τολμηρά,θρασύτατα,αδιάντροπα,περιφρονητικά,ατρόμητα,με υπεροψία,πειραγμένα,αυστηρά
servile => δουλοπρεπής, servifor => Σεβιτόρος, serviette => χαρτοπετσέτα, servient => υπόδουλος, servicing => συντήρηση,