Greek Meaning of politely

ευγενικά

Other Greek words related to ευγενικά

Definitions and Meaning of politely in English

Wordnet

politely (r)

in a polite manner

Webster

politely (adv.)

In a polished manner; so as to be smooth or glossy.

In a polite manner; with politeness.

FAQs About the word politely

ευγενικά

in a polite mannerIn a polished manner; so as to be smooth or glossy., In a polite manner; with politeness.

ευγενικά,ευγενικά,με σεβασμό,ντροπαλά,δειλά,διστακτικά,φοβισμένα,υποτακτικά,δειλά,δειλά

αλαζονικά,τολμηρά,τολμηρά,θρασύτατα,αδιάντροπα,περιφρονητικά,με υπεροψία,πειραγμένα,αυστηρά,υπεροπτικά

polite => ευγενικός, politburo => Πολιτικό Γραφείο, polistes annularis => Σφήκα, polistes => Πόλιστες, polissoir => λειαντήρας,