Greek Meaning of servicing
συντήρηση
Other Greek words related to συντήρηση
- ρύθμιση
- βοήθεια
- κλιματισμός
- αναζωογονητικός
- συντηρώντας
- προετοιμασία
- Αποκατάσταση
- αναζωογονητικός
- προετοιμάζει
- σκλήρυνση
- ενισχυτικό
- επούλωση
- βοηθητικός
- Βελτιούμενος
- Τροποποίηση
- γενική επισκευή
- ανοικοδόμηση
- διορθωτική
- αναζωογονητικός
- αναγεννητικός
- ανανέωση
- επισκευή
- αναβιωτικό
- ανόρθωση
- φροντίδα (για)
- διορθωτικός
- επισκευάζω
- ανακαίνιση
- ανακατασκευή
- διόρθωση
- Μεταρρυθμίζοντας
- αναζωογονητικός
- ανακαίνιση
- αναζωογονητικός
- βελτιωτικό
- βελτίωση
- Θεραπεία
- εμπλουτίζων
- επιδιόρθωση
- επίπλωση
- βελτιωτικός
- επισκευή
- patch
- ανακαίνιση
- ανανέωση
Nearest Words of servicing
- services => υπηρεσίες
- serviceman => τεχνικός συντήρησης
- serviceberry => serviceberry
- serviceage => ηλικία συντήρησης
- serviceableness => Χρηστικότητα
- serviceable => επισκευάσιμος
- serviceability => Συντηρησιμότητα
- service uniform => Στολή υπηρεσίας
- service tree => Οστρυά
- service stripe => Διακριτικό υπηρεσίας
Definitions and Meaning of servicing in English
servicing (n)
the act of mating by male animals
FAQs About the word servicing
συντήρηση
the act of mating by male animals
ρύθμιση,βοήθεια,κλιματισμός,αναζωογονητικός,συντηρώντας,προετοιμασία,Αποκατάσταση,αναζωογονητικός,προετοιμάζει,σκλήρυνση
σπάσιμο,επιζήμιος,δυσφημούντες,παραμορφωτικός,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,φθορά,καταστροφική
services => υπηρεσίες, serviceman => τεχνικός συντήρησης, serviceberry => serviceberry, serviceage => ηλικία συντήρησης, serviceableness => Χρηστικότητα,