Greek Meaning of servicing

συντήρηση

Other Greek words related to συντήρηση

Definitions and Meaning of servicing in English

Wordnet

servicing (n)

the act of mating by male animals

FAQs About the word servicing

συντήρηση

the act of mating by male animals

ρύθμιση,βοήθεια,κλιματισμός,αναζωογονητικός,συντηρώντας,προετοιμασία,Αποκατάσταση,αναζωογονητικός,προετοιμάζει,σκλήρυνση

σπάσιμο,επιζήμιος,δυσφημούντες,παραμορφωτικός,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,φθορά,καταστροφική

services => υπηρεσίες, serviceman => τεχνικός συντήρησης, serviceberry => serviceberry, serviceage => ηλικία συντήρησης, serviceableness => Χρηστικότητα,