Greek Meaning of serviceability

Συντηρησιμότητα

Other Greek words related to Συντηρησιμότητα

Definitions and Meaning of serviceability in English

Wordnet

serviceability (n)

the quality of being able to provide good service

FAQs About the word serviceability

Συντηρησιμότητα

the quality of being able to provide good service

επωφελούμαι,χρήση,χρησιμότητα,βοήθεια,όφελος,βοήθεια,χιλιομετρική απόσταση,υπηρεσία,Χρηστικότητα,χρησιμότητα

Ανωφελήτοτητα,αναξιότητα,μη εφαρμοστικότητα,ακαταλληλότητα

service uniform => Στολή υπηρεσίας, service tree => Οστρυά, service stripe => Διακριτικό υπηρεσίας, service station => βενζινοπωλείο, service staff => Προσωπικό εξυπηρέτησης,