Greek Meaning of appropriateness
Καταλληλότητα
Other Greek words related to Καταλληλότητα
- εφαρμοστικότητα
- καταλληλότητα
- Φυσική κατάσταση
- περιουσία
- συνάφεια
- συνάφεια
- ορθότητα
- καταλληλότητα
- χρησιμότητα
- ισχύς
- αποδεκτότητα
- επάρκεια
- καταλληλότητα
- συμβατότητα
- ευκολία
- καταλληλότητα
- ευδαιμονία
- καταλληλότητα
- ευτυχία
- Ευστοχία
- προσήκον
- αξιοπρέπεια
- καταλληλότητα
- αιτιολόγηση
- επάρκεια
- ευγένεια
- ρουλεμάν
- συμβατότητα
- σύνδεση
- σκοπιμότητα
- σκοπιμότητα
- αρμονία
- ουσιαστικότητα
- ικανοποιητικός
- Χρηστικότητα
Nearest Words of appropriateness
Definitions and Meaning of appropriateness in English
appropriateness (n)
appropriate conduct; doing the right thing
the quality of being specially suitable
appropriateness (n.)
The state or quality of being appropriate; peculiar fitness.
FAQs About the word appropriateness
Καταλληλότητα
appropriate conduct; doing the right thing, the quality of being specially suitableThe state or quality of being appropriate; peculiar fitness.
εφαρμοστικότητα,καταλληλότητα,Φυσική κατάσταση,περιουσία,συνάφεια,συνάφεια,ορθότητα,καταλληλότητα,χρησιμότητα,ισχύς
ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,Ασυμβατότητα,ασυμφωνία,δυστυχία,Ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,αδικία,δυσάρεστος,άυλοτητα
appropriately => κατάλληλα, appropriated => δεσμευμένο, appropriate => κατάλληλος, appropriament => οικειοποίηση, appropriable => ιδιοποιήσιμο,