Greek Meaning of justifiability

αιτιολόγηση

Other Greek words related to αιτιολόγηση

Definitions and Meaning of justifiability in English

justifiability

capable of being justified

FAQs About the word justifiability

αιτιολόγηση

capable of being justified

εφαρμοστικότητα,ρουλεμάν,Ευστοχία,συνάφεια,συνάφεια,ισχύς,αποδεκτότητα,επάρκεια,επάρκεια,ευγένεια

ακαταλληλότητα,μη εφαρμοστικότητα,ακαταλληλότητα,Ασυμβατότητα,ασυμφωνία,ασυμφωνία,Ανεπάρκεια,δυστυχία,Ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα

justices of the peace => ειρηνοδίκες, justices => Δικαστές, just the same => ακριβώς το ίδιο, jury-rig => αυτοσχεδιάζω, jurists => νομικοί,