Greek Meaning of pertinence
Ευστοχία
Other Greek words related to Ευστοχία
Nearest Words of pertinence
Definitions and Meaning of pertinence in English
pertinence (n)
relevance by virtue of being applicable to the matter at hand
pertinence (n.)
Alt. of Pertinency
FAQs About the word pertinence
Ευστοχία
relevance by virtue of being applicable to the matter at handAlt. of Pertinency
συνάφεια,συνάφεια,εφαρμοστικότητα,ρουλεμάν,σύνδεση,σημασία,ουσιαστικότητα,σημασία,καταλληλότητα,Καταλληλότητα
μη εφαρμοστικότητα,ακαταλληλότητα,Ανασφάλεια,ασχετοσύνη,Ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,ξενότητα,ακαταλληλότητα,δυστυχία,ασήμαντοτητα
pertinately => επίμονα, pertinate => σχετικός, pertinacy => επιμονή, pertinacity => επιμονή, pertinaciously => επίμονα,