Greek Meaning of pertinaciously

επίμονα

Other Greek words related to επίμονα

Definitions and Meaning of pertinaciously in English

Wordnet

pertinaciously (r)

in a dogged and pertinacious manner

FAQs About the word pertinaciously

επίμονα

in a dogged and pertinacious manner

επίμονος,επίμονος,αποφασισμένος,πεισματάρης,αμετάπειστος,σταθερά,αφιερωμένος,αποφασισμένος,επίμονος,αμείλικτος

διστακτικός,διστακτικός,αναποφάσιστος,perfidious,διακοπή καπνίσματος,υποχωρητικός,παράδοση,Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος

pertinacious => Επίμονος, perthite => Περθίτης, perthiocyanogen => Περιθιοκυανογόνο, perterebration => διατάραξη, pertainym => Σχετικός,