Greek Meaning of stiff-necked

Ακατάδεκτος

Other Greek words related to Ακατάδεκτος

Definitions and Meaning of stiff-necked in English

Wordnet

stiff-necked (s)

haughtily stubborn

FAQs About the word stiff-necked

Ακατάδεκτος

haughtily stubborn

αλαζόνας,υποτιθέμενος,αυταρχικός,φαντασμένος,καβαλάρης,με στήθος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης,υψηλοπετών

ντροπαλός,διστακτικός,ταπεινός,Εσωστρεφής,ταπεινός,σεμνός,ντροπιασμένος,ντροπαλός,ήρεμος,ντροπαλός

stiffly => άκαμπτα, stiff-haired => σκληρότριχος, stiffening => ενδυνάμωση, stiffener => ενισχυτικό, stiffen => Πήζω,