FAQs About the word stiffener

ενισχυτικό

material used for stiffening something

ενισχύω,σκληρύνω,αυστηροποιώ,σκληραίνω

ευκολία,λιγώτερο,βελτιώνω,μέτριος,μαλακώνω

stiffen => Πήζω, stiff-branched => Σκληρόκλαδος, stiff-backed => άκαμπτος, stiff upper lip => Σφιγμένο άνω χείλος, stiff gentian => Γεντιανή η αδρόπυκνος,