FAQs About the word stifler

πνίκτης

a person who stifles or smothers or suppresses

πνίγω,πνίγω,Στραγγαλίζω,πνίγω,πνίγω,γκάζι,ασφυξία,αποστολή,έπεσε,γκαρότα

αναπνέω,λήγει,Εμπνέω,εκπνοή,εισπνέω,αναβιώνω,ανάνηψη

stifled => πνιγηρός, stifle => πνίγω, stiff-tailed => με άκαμπτη ουρά, stiffness => Ακαμψία, stiff-necked => Ακατάδεκτος,