Greek Meaning of bossy
αυταρχικός
Other Greek words related to αυταρχικός
- αλαζόνας
- αυταρχικός
- αυθεντικός
- Αφέντης
- αλαζόνας
- επιθετικός
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- επιτακτικός
- Ελεγχόμενος
- δεσποτικός
- δικτατορικός
- αυταρχικός
- αριστοτεχνικός
- αυταρχικός
- υπερήφανος
- πρύμνη
- τυραννικός
- τυραννικός
- τυραννικός
- υπερόπτης
- παντοδύναμος
- παντοδύναμος
- Αρκετός
- διεκδικητικός
- υποτιθέμενος
- ματαιόδοξος
- υπαγόρευση
- Σκηνοθετικό
- περιφρονητικός
- φανταχτερός
- Υπερόπτης
- υψηλοπετών
- υπερόπτης
- φανταχτερός
- αυταρχικός
- θυμωμένος
- επιτακτικός
- αυτοκρατορικός
- σημαντικός
- υπέροχος
- εύγενος
- αυστηρός
- ναρκισσιστής
- Παντοδύναμος
- υπεροπτικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- συνταγματικός
- σίγουρος για τον εαυτό του
- διεκδικητικός
- υποτιμητικός
- ανώτερος
- αλαζόνας
- μάταιος
- χαι-χατ
- υποθέτοντας
- αλαζονικός
- αλαζονικός
Nearest Words of bossy
- boston => Μπόστον
- boston baked beans => ψημένα φασόλια της Βοστώνης
- boston brown bread => ψωμί Boston brown
- boston bull => Τεριέ Βοστώνης
- boston cream pie => Μπόστον κρεμ πίτα
- boston fern => Φτέρη Βοστώνης
- boston harbor => Λιμάνι της Βοστώνης
- boston ivy => Σκιάδα
- boston lettuce => Μαρούλι Βοστόνης
- boston rocker => Ανακλινόμενη καρέκλα Boston
Definitions and Meaning of bossy in English
bossy (s)
offensively self-assured or given to exercising usually unwarranted power
bossy (a.)
Ornamented with bosses; studded.
bossy (n.)
A cow or calf; -- familiarly so called.
FAQs About the word bossy
αυταρχικός
offensively self-assured or given to exercising usually unwarranted powerOrnamented with bosses; studded., A cow or calf; -- familiarly so called.
αλαζόνας,αυταρχικός,αυθεντικός,Αφέντης,αλαζόνας,επιθετικός,αυταρχικός,αυταρχικός,επιτακτικός,Ελεγχόμενος
υπάκουος,ταπεινός,σεμνός,υπάκουος,μετριόφρων,Επιδεκτικός,συμβατός,αναποφάσιστος,παθητικός,υποτακτικός
bossism => τυραννία, bossing => κυρίαρχος, boss-eyed => boss-eyed: στραβός, bosset => εξόγκωμα, bosses => αφεντικά,