Greek Meaning of regimental
συνταγματικός
Other Greek words related to συνταγματικός
- Αρκετός
- αυταρχικός
- επιτακτικός
- Ελεγχόμενος
- Υπερόπτης
- υπερόπτης
- αυτοκρατορικός
- εύγενος
- αυστηρός
- επιτηδευμένος
- υποτιμητικός
- ανώτερος
- τυραννικός
- χαι-χατ
- επιθετικός
- αλαζόνας
- υποτιθέμενος
- αυταρχικός
- αυθεντικός
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- δεσποτικός
- υπαγόρευση
- δικτατορικός
- Σκηνοθετικό
- περιφρονητικός
- Αφέντης
- φανταχτερός
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- αυταρχικός
- θυμωμένος
- αυταρχικός
- σημαντικός
- υπέροχος
- αριστοτεχνικός
- αλαζόνας
- υπεροπτικός
- αυταρχικός
- αυθάδης
- υπερήφανος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- τυραννικός
- τυραννικός
- αλαζόνας
- υπερόπτης
- υποθέτοντας
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- παντοδύναμος
- παντοδύναμος
- διεκδικητικός
- ματαιόδοξος
- επιτακτικός
- ναρκισσιστής
- Παντοδύναμος
- πομπώδης
- διεκδικητικός
- πρύμνη
- μάταιος
Nearest Words of regimental
- regimentally => ταξιαρχικά
- regimentals => στολές
- regimentation => κανονισμός
- regimented => κανονισμένος
- regimenting => Ομάδα
- regiminal => καθεστωτικός
- regina => Ρετζίνα
- reginald carey harrison => Ρέτζιναλντ Κάρεϊ Χάρισον
- reginald joseph mitchell => Ρέτζιναλντ Τζόζεφ Μίτσελ
- reginald marsh => Reginald Marsh
Definitions and Meaning of regimental in English
regimental (a)
belonging to or concerning a regiment
regimental (a.)
Belonging to, or concerning, a regiment; as, regimental officers, clothing.
FAQs About the word regimental
συνταγματικός
belonging to or concerning a regimentBelonging to, or concerning, a regiment; as, regimental officers, clothing.
Αρκετός,αυταρχικός,επιτακτικός,Ελεγχόμενος,Υπερόπτης,υπερόπτης,αυτοκρατορικός,εύγενος,αυστηρός,επιτηδευμένος
ταπεινός,σεμνός,υπάκουος,μετριόφρων,Επιδεκτικός,υπάκουος,παθητικός,χειραγωγίσιμος,συμβατός,αναποφάσιστος
regiment => Σύνταγμα, regimen => δίαιτα, regime => καθεστώς, regild => Επίχρυση, regift => επαναδώρισμα,