Greek Meaning of regimental

συνταγματικός

Other Greek words related to συνταγματικός

Definitions and Meaning of regimental in English

Wordnet

regimental (a)

belonging to or concerning a regiment

Webster

regimental (a.)

Belonging to, or concerning, a regiment; as, regimental officers, clothing.

FAQs About the word regimental

συνταγματικός

belonging to or concerning a regimentBelonging to, or concerning, a regiment; as, regimental officers, clothing.

Αρκετός,αυταρχικός,επιτακτικός,Ελεγχόμενος,Υπερόπτης,υπερόπτης,αυτοκρατορικός,εύγενος,αυστηρός,επιτηδευμένος

ταπεινός,σεμνός,υπάκουος,μετριόφρων,Επιδεκτικός,υπάκουος,παθητικός,χειραγωγίσιμος,συμβατός,αναποφάσιστος

regiment => Σύνταγμα, regimen => δίαιτα, regime => καθεστώς, regild => Επίχρυση, regift => επαναδώρισμα,