Greek Meaning of assumptive

υποτιθέμενος

Other Greek words related to υποτιθέμενος

Definitions and Meaning of assumptive in English

Wordnet

assumptive (s)

excessively forward

accepted as real or true without proof

Webster

assumptive (a.)

Assumed, or capable of being assumed; characterized by assumption; making unwarranted claims.

FAQs About the word assumptive

υποτιθέμενος

excessively forward, accepted as real or true without proofAssumed, or capable of being assumed; characterized by assumption; making unwarranted claims.

αλαζόνας,αυταρχικός,φαντασμένος,καβαλάρης,με στήθος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης,υψηλοπετών,υπερόπτης

ντροπαλός,διστακτικός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,παθητικός,ντροπιασμένος,ντροπαλός,ντροπαλός,ανεπιτήδευτος

assumption of mary => Κοίμηση της Θεοτόκου, assumption => υπόθεση, assumpt => assumpt, assumpsit => υπόθεση, assuming => υποθέτοντας,