Greek Meaning of bombastic

βομβαρδιστικός

Other Greek words related to βομβαρδιστικός

Definitions and Meaning of bombastic in English

Wordnet

bombastic (s)

ostentatiously lofty in style

Webster

bombastic (a.)

Alt. of Bombastical

FAQs About the word bombastic

βομβαρδιστικός

ostentatiously lofty in styleAlt. of Bombastical

ρητορική,ρητορικός,φουσκωμένος,φουστάνι,αέριος,αέριος,μεγαλοστομία,φουσκωμένο,ρητορικός,περίτεχνος

άμεσο,εύγλωττος,απλός,απλός,φαλακρός,Γεγονός,σκληρός,απλός,άκοσμος,ανεπηρέαστος

bombast => βόμβα, bombasine => Βομβασίνη, bombardon => Μπομπαρντόνι, bombardo => Πομπάρτα, bombardment => βομβαρδισμός,