Greek Meaning of florid
ανθηρός
Other Greek words related to ανθηρός
- περίτεχνος
- στολισμένος
- μπαρόκ
- διακοσμημένος
- εξωφρενικός
- επιχρυσωμένος
- Μελόψωμο
- δαντελένιος
- δυνατός
- διακοσμημένο
- υπερβολικός
- Στολισμένος
- Υπερβολικά διακοσμημένο
- αραβουργία
- παρατεταγμένοι
- λαδωμένος
- στολισμένος
- στολισμένος με κοσμήματα
- στολισμένος με κοσμήματα
- ντυμένος
- ντυμένος
- περίτεχνος
- διακοσμημένο
- κεντημένος
- βελτιωμένο
- εμπλουτισμένο
- ακραίο
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- ανθισμένος
- φρου φρου
- Φραγκοί
- επιλεκτικός
- φανταχτερός
- στεφανωμένος
- γαρνιρισμένο
- φανταχτερός
- επιχρυσωμένο
- ενισχυμένο
- εντατικοποιημένος
- δεμένο
- επιδεικτικός
- επιτηδευμένος
- Ροκοκό
- με παγιέτες
- επιδεικτικός
- Θεαματικός
- πιτσιλίσματος
- καλοντυμένος
- σικ
- φανταχτερός
- κομμένος
- στεφανωμένος
- τζιντζερόψωμο
- σαν μελόψωμο
- λαμπερό
Nearest Words of florid
- florida => Φλόριντα
- florida arrowroot => βέλος Φloridas
- florida bean => Φασολάκια
- florida gallinule => Αμερικάνικο καλαμόπουλο
- florida key => Florida Keys
- florida pompano => Πομπάνο της Φλόριντα
- florida selaginella => Selaginella floridiana
- florida smoothhound => Λαμνοειδής
- florida strangler fig => Φίκος ο στραγγαλιστής
- florida strap fern => Φτέρη ζώνη της Φλόριντα
Definitions and Meaning of florid in English
florid (s)
elaborately or excessively ornamented
inclined to a healthy reddish color often associated with outdoor life
florid (a.)
Covered with flowers; abounding in flowers; flowery.
Bright in color; flushed with red; of a lively reddish color; as, a florid countenance.
Embellished with flowers of rhetoric; enriched to excess with figures; excessively ornate; as, a florid style; florid eloquence.
Flowery; ornamental; running in rapid melodic figures, divisions, or passages, as in variations; full of fioriture or little ornamentations.
FAQs About the word florid
ανθηρός
elaborately or excessively ornamented, inclined to a healthy reddish color often associated with outdoor lifeCovered with flowers; abounding in flowers; flowery
περίτεχνος,στολισμένος,μπαρόκ ,διακοσμημένος,εξωφρενικός,επιχρυσωμένος,Μελόψωμο,δαντελένιος,δυνατός,διακοσμημένο
αυστηρός,απλός,σοβαρός,σκληρός,άκοσμος,Γυμνός,συντηρητικός,εκτεθειμένο,σεμνός,ήσυχος
floriculturist => Ανθοπώλης, floriculture => Ανθοκομία, floricultural => ανθοκομικός, floricomous => ανθοκόμης, floriation => ανθοφορία,