FAQs About the word enriched

εμπλουτισμένο

of Enrich

οχυρωμένος,θρεπτικός,θρεπτικό συστατικό,διατροφικός,θρεπτικό,διατροφικός,επωφελής,διαιτητικός,υγιής,διαιτητικός

παχυντικός,μη θρεπτικό,ανθυγιεινός,Μη θρεπτικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό

enrich => εμπλουτίζω, enrheum => κρυωμένος, enregister => Εγγραφή, enravishment => ένταση, enravishingly => απολαυστικά,