Greek Meaning of enriched
εμπλουτισμένο
Other Greek words related to εμπλουτισμένο
Nearest Words of enriched
Definitions and Meaning of enriched in English
enriched (imp. & p. p.)
of Enrich
FAQs About the word enriched
εμπλουτισμένο
of Enrich
οχυρωμένος,θρεπτικός,θρεπτικό συστατικό,διατροφικός,θρεπτικό,διατροφικός,επωφελής,διαιτητικός,υγιής,διαιτητικός
παχυντικός,μη θρεπτικό,ανθυγιεινός,Μη θρεπτικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό
enrich => εμπλουτίζω, enrheum => κρυωμένος, enregister => Εγγραφή, enravishment => ένταση, enravishingly => απολαυστικά,