Greek Meaning of dietetic

διαιτητικός

Other Greek words related to διαιτητικός

Definitions and Meaning of dietetic in English

Wordnet

dietetic (a)

of or relating to the diet

Webster

dietetic (a.)

Alt. of Dietetical

FAQs About the word dietetic

διαιτητικός

of or relating to the dietAlt. of Dietetical

διαιτητικός,επωφελής,υγιής,διατροφικός,εμπλουτισμένο,οχυρωμένος,υγιής,θρεπτικός,θρεπτικό συστατικό,θρεπτικό

μη θρεπτικό,παχυντικός,Μη θρεπτικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός

dieter => Διατροφολόγος, dieted => δίαιτα, dietary supplement => Συμπλήρωμα διατροφής, dietary => διαιτητικός, dietaries => Διατροφές,