Greek Meaning of diethyl ether
Διαιθυλαιθέρας
Other Greek words related to Διαιθυλαιθέρας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of diethyl ether
- diethylamine => Διαιθυλαμίνη
- diethylaminoethyl cellulose => διαιθυλαμινοαιθυλοκυτταρίνη
- diethylbarbituric acid => Διαιθυλοβαρβιτουρικό οξύ
- diethylmalonylurea => Διαιθυλομαλονυλουρία
- diethylstilbesterol => Διαιθυλστλβεστρολη (DES)
- diethylstilbestrol => Διαιθυλοστιλβεστρόλη
- diethylstilboestrol => διαιθυλοστιλβαιστρόλη
- dietic => διαιτητικός
- dietical => διαιτητικός
- dietician => Διαιτολόγος
Definitions and Meaning of diethyl ether in English
diethyl ether (n)
a colorless volatile highly flammable liquid formerly used as an inhalation anesthetic
FAQs About the word diethyl ether
Διαιθυλαιθέρας
a colorless volatile highly flammable liquid formerly used as an inhalation anesthetic
No synonyms found.
No antonyms found.
dietetist => Διαιτολόγος, dietetics => Διαιτολογία, dietetically => διαιτητικά, dietetical => διαιτητικός, dietetic => διαιτητικός,