Greek Meaning of enrobe
επικαλύπτω
Other Greek words related to επικαλύπτω
- ντύνομαι
- φόρεμα
- ρούχο
- φόρεμα
- ρούχα
- Πίνακας
- ενδυμασία
- διακοσμώ
- επιτραχήλιο
- κοστούμι
- Δραπέτο
- Ντύνομαι
- παρέχω
- ενδυμασία
- Σηκωθείτε
- συνήθεια
- Μπουφάν
- Φόρεμα
- κοστούμι
- τουαλέτα
- ένδυμα
- τυλίγω
- τραβήξτε
- Εξοπλίζω
- ντύνεσθαι
- ακούω
- εξοπλίζω
- στολισμένος
- Μανδύας
- επισκευάζω
- Φοράω απλά ρούχα
- περιτυλίγω
- εξοπλίζω
- Φόρεμα
- εξουσιοδοτώ
- χαπ
- ομάδα
- επενδύσετε
- μανδύας
- στολή
- σπαργανώνω
- λωρίδα
- Ράφτης
- στολή
- γιλέκο
Nearest Words of enrobe
Definitions and Meaning of enrobe in English
enrobe (v)
provide with a coating
adorn with a robe
enrobe (v. t.)
To invest or adorn with a robe; to attire.
FAQs About the word enrobe
επικαλύπτω
provide with a coating, adorn with a robeTo invest or adorn with a robe; to attire.
ντύνομαι,φόρεμα,ρούχο,φόρεμα,ρούχα,Πίνακας,ενδυμασία,διακοσμώ,επιτραχήλιο,κοστούμι
ακαταστασία,απογυμνώνω,Λωρίδα,Ξεντύνομαι,Απογυμνωμένο,αποεπενδύω,Ξεντύνομαι,αποκαλύπτουν,ξεδένω,αποκαλύπτω
enripen => ωριμάζω, enring => δακτύλιος, enridge => Ένριτζ, enrico fermi => Enrico Fermi, enrico caruso => Ενρίκο Καρούζο,