FAQs About the word enroot

ριζώνω

To fix by the root; to fix fast; to implant deep.

φυλή,Φυτό,ρίζα,οδήγηση,ενσωματώνω,εμφύτευμα,εμπεδώνω,εμφυσώ,καλύβα, πανδοχείο,σπέρνω

απομακρύνω,εξαλείφω,εξαλείφω,(εκρίζω),διαχωρίζω,αποσύνδεση,εκτινάσσω,εκβάλλω,αφαιρώ,εκριζώνω

enrolment => εγγραφή, enrollment => εγγραφή, enrolling => καταχωρητικός, enroller => στρατολογητής, enrollee => εγγεγραμμένος,