Greek Meaning of enrolled
εγγεγραμμένος/-η/-ο
Other Greek words related to εγγεγραμμένος/-η/-ο
Nearest Words of enrolled
Definitions and Meaning of enrolled in English
enrolled (imp. & p. p.)
of Enroll
FAQs About the word enrolled
εγγεγραμμένος/-η/-ο
of Enroll
καταταγμένος,,αναφερόμενος,εγγεγραμμένος,καταχωρημένο,εγγεγραμμένο,εγγεγραμμένος,προγραμματισμένο,δεσμευμένο,στρατολογημένος
Εξαιρούμενος,εκδιωκόμενος,απορριπτόμενος,ελέγχθηκε,διαγραφείς,παραλειπόμενο,παραβλεπόμενος,εκκαθαρισμένο
enroll => εγγράφω, enrol => εγγράφω, enrockment => λιθοριπή, enrobe => επικαλύπτω, enripen => ωριμάζω,