Greek Meaning of empaneled

εγγεγραμμένο

Other Greek words related to εγγεγραμμένο

Definitions and Meaning of empaneled in English

empaneled

to enroll in or on a panel

FAQs About the word empaneled

εγγεγραμμένο

to enroll in or on a panel

καταταγμένος,εγγεγραμμένος/-η/-ο,,στρατολογημένος,συντάχθηκε,εγγεγραμμένος,αναφερόμενος,εγγεγραμμένος,συγκεντρώθηκε,καταχωρημένο

Εξαιρούμενος,εκδιωκόμενος,παραλειπόμενο,απορριπτόμενος,ελέγχθηκε,διαγραφείς,εκκαθαρισμένο,παραβλεπόμενος

emotionalistic => Συναισθηματικός, emotionalist => συναισθηματίας, emoting => Έκφραση συναισθημάτων, emoted => συγκινημένος, συγκινημένη, emoluments => επιδοτήσεις,