Greek Meaning of empathized

ταυτίστηκε

Other Greek words related to ταυτίστηκε

Definitions and Meaning of empathized in English

empathized

to experience empathy

FAQs About the word empathized

ταυτίστηκε

to experience empathy

παρηγορημένος,συμπάσχων,παρηγορημένος,καθησυχασμένος,συμπαθούσε,ανακουφισμένο,σίγουρος,επευφημούσαν,ανυψωμένος,ανακουφισμένος

επιβαρυντική,αποθαρρυμένος,εντατικοποιημένος,αναστατωμένος,ανήσυχος,ενοχλημένος,Αποθαρρυμένος,απογοητευμένος,ανήσυχος,παρενοχλημένος

empathize (with) => Ενσυναίσθηση (με), empathies => ενσυναίσθηση, empanelling => συνάθροιση, empanelled => επιλεγμένος σε επιτροπή, empaneling => συγκρότηση της κριτικής επιτροπής,