Greek Meaning of emotionalistic

Συναισθηματικός

Other Greek words related to Συναισθηματικός

Definitions and Meaning of emotionalistic in English

emotionalistic

one who bases a theory or policy on an emotional conviction, one prone to emotionalism

FAQs About the word emotionalistic

Συναισθηματικός

one who bases a theory or policy on an emotional conviction, one prone to emotionalism

πληγμένος,δραματικός,δραματουργικός,συναισθηματικός,Μελοδραματικός,οπερατικός,εντυπωσιακός,θεατρικός,θεατρικός,θεατρικός

Γεγονός,μονότονος,ήπιος,ανέκδοτος,Ανιαρός,κοινός,συνηθισμένος,συνηθισμένος,μπαγιάτικος,μέτριος

emotionalist => συναισθηματίας, emoting => Έκφραση συναισθημάτων, emoted => συγκινημένος, συγκινημένη, emoluments => επιδοτήσεις, emirates => εμιράτα,