Greek Meaning of actressy
ηθοποιός
Other Greek words related to ηθοποιός
Nearest Words of actressy
Definitions and Meaning of actressy in English
actressy
a woman or girl who acts especially in a play or movie or on television, a woman or girl who is an actor
FAQs About the word actressy
ηθοποιός
a woman or girl who acts especially in a play or movie or on television, a woman or girl who is an actor
θεατρικός,θεατρικός,υποκριτικός,δραματικός,χάμμι,υστερικός,Μελοδραματικός,εντυπωσιακός,επιδεικτικός,staged
συντηρητικός,Μη θεατρικός,συγκρατημένος,ήρεμος,ήρεμος (κάτω),ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος,διακριτικός,διακριτικός,σεμνός
actors => ηθοποιοί, actorly => υποκριτικός, actorish => θεατρικός, activators => ενεργοποιητές, activates => ενεργοποιεί,