Greek Meaning of discouraged
αποθαρρυμένος
Other Greek words related to αποθαρρυμένος
- αποκλεισμένος
- απαγορεύεται
- απαγορευμένος
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένος
- απαγορευμένη
- απαγορευμένο
- λαθραίο εμπόρευμα
- εγκληματικοποιημένο
- απαγορευμένο
- Παρεμπορίου
- Μη εγκεκριμένο
- μη εξουσιοδοτημένος
- χωρίς άδεια
- μη εγκεκριμένο
- Μαϊμού
- εγκληματίας
- Εγκληματίας
- παράνομος
- νόθος
- παράνομος
- ακατάλληλος
- κάτω από τον πάγκο
- κάτω από το τραπέζι
- παράνομος
- εσφαλμένος
Nearest Words of discouraged
Definitions and Meaning of discouraged in English
discouraged (s)
made less hopeful or enthusiastic
lacking in resolution
discouraged (imp. & p. p.)
of Discourage
FAQs About the word discouraged
αποθαρρυμένος
made less hopeful or enthusiastic, lacking in resolutionof Discourage
αποκλεισμένος,απαγορεύεται,απαγορευμένος,Απαγορευμένο,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απαγορευμένο,λαθραίο εμπόρευμα,εγκληματικοποιημένο,απαγορευμένο
εξουσιοδοτημένος,επιτρεπτός,επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,Σωστό,ενθάρρυνε,ενέκρινε,αδειοδοτημένος,προαγόμενος,προτινόμενος
discourageable => αποθαρρυνόμενος, discourage => αποθαρρύνω, discounting => έκπτωση, discounter => Κατάστημα εκπτώσεων, discountenancing => αποθαρρυντικό,