Greek Meaning of indorsed

εγκεκριμένος

Other Greek words related to εγκεκριμένος

Definitions and Meaning of indorsed in English

Webster

indorsed (imp. & p. p.)

of Indorse

Webster

indorsed (a.)

See Addorsed.

FAQs About the word indorsed

εγκεκριμένος

of Indorse, See Addorsed.

αποδεκτός,πιστοποιημένο,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,αδειοδοτημένος,εντάξει,επιτρεπτός,κυρώσεις,επιτρεπόμενο,νόμιμος

αποκλεισμένος,αρνηθεί,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απορριφθείς,απορριπτόμενος,απαράδεκτο

indorse => εγκρίνω, indorsation => οπισθογράφηση, indorsable => μεταβιβαστός, indophenol => Ινδοφενόλη, indoors => μέσα,