Greek Meaning of expelled

εκδιωκόμενος

Other Greek words related to εκδιωκόμενος

Definitions and Meaning of expelled in English

Webster

expelled (imp. & p. p.)

of Expel

FAQs About the word expelled

εκδιωκόμενος

of Expel

εξόριστος,κυνηγημένος,απολυμένος,εκτοπισμένος,φανερώθηκε,αναπήδησε,αποβάλλω / εξορίζω,εκδιωγμένος,εξόριστος,εξωθημένος

αποδεκτό,παραδεκτός,έλαβε,πήρε,καλωσόρισε,πήρε μέσα,διασκεδασμένος,φιλοξενούν,στεγασμένος,καταλύει

expellable => αποβλητέος, expel => εκβάλλω, expeditive => ταχύς, expeditiousness => ταχύτητα, expeditiously => expeditiously **άμεσα,